- τριχρωμία
- η1. μέγεθος εκτύπωσης πολύχρωμων εικόνων με τη χρήση τριών μόνο χρωμάτων (κίτρινου, κόκκινου, μπλε) που η ανάμειξή τους δίνει πολλές αποχρώσεις.2. η εικόνα που εκτυπώθηκε με τέτοια μέθοδο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.